- μαγκιόρος
- και μαγκιώρος, ο, θηλ. μαγκιόρα και μαγκιόρισσαο ικανός να επιτυγχάνει ακόμη και στις πιο δύσκολες υποθέσεις, επιδέξιος, καπάτσος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. maggiore < λατ. major, συγκρ. τού επιθ. magnus «μεγάλος»].
Dictionary of Greek. 2013.